Η βία κατά των γυναικών –παγκόσμιο και πανάρχαιο φαινόμενο, τόσο παλιό όσο και οι πολιτισμένες κοινωνίες μας– έγινε «ορατή» τις τελευταίες δεκαετίες χάρη στους αγώνες, τις έρευνες και τις μελέτες των φεμινιστριών.
Οι διεθνείς οργανισμοί, αναγνωρίζοντας το πρόβλημα και τις συνέπειές του, ασχολήθηκαν αρχικά κυρίως με τη βία στο χώρο της οικογένειας. Πολύ αργότερα «ανακάλυψαν» και άλλες μορφές και χώρους άσκησης βίας. Το 1995, στη Διάσκεψη του Πεκίνου, αναγνώρισαν πέντε (5) διαστάσεις της: τη σωματική, τη σεξουαλική, την ψυχολογική, την οικονομική και την πνευματική βία, επιπλέον δε τοποθέτησαν μεταξύ των δραστών της και το ίδιο το κράτος...
Στον ευρωπαϊκό χώρο, σημαντικό κείμενο είναι η έκθεση της Επιτροπής για τα Δικαιώματα της Γυναίκας, καθώς και το ομόφωνο ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου για τη βία κατά των γυναικών. Σε Ανακοίνωση μάλιστα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με Πρόταση του Συμβουλίου των Υπουργών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποτυπώνεται η διαπίστωση: «Η βία σε βάρος των γυναικών αποτελεί παλιά μάστιγα της κοινωνίας και κατάφωρη παραβίαση των βασικών δικαιωμάτων του ανθρώπου. Δυστυχώς πρόκειται για φαινόμενο διαδεδομένο σε όλες τις κοινωνίες και σε όλες τις κοινωνικές τάξεις, ανεξάρτητα από το επίπεδο ανάπτυξης, το βαθμό πολιτικής σταθερότητας, τον πολιτισμό ή τη θρησκεία και συναντάται τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό χώρο. Πρόκειται για παγκόσμιο φαινόμενο και ως εκ τούτου διαδεδομένο στις χώρες της Ε.Ε.»
Μας λένε λοιπόν τα κείμενα ότι η άσκηση βίας αποτελεί παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των γυναικών (του δικαιώματος στην ελευθερία, στη ζωή, στη σωματική ακεραιότητα, στην ασφάλεια, στην αξιοπρέπεια). Και όμως, η βία κατά των γυναικών αποτελεί μέρος της δομής των κοινωνιών μας και του συστήματος λειτουργίας τους. Η βία, αλλά και η απειλή της βίας αποτελούν σημαντικό παράγοντα κοινωνικού ελέγχου, είναι εργαλείο ελέγχου. Το δε κοινωνικό σύστημα λειτουργεί και αναπαράγεται με τη βοήθεια μύθων, θεσμών και μηχανισμών με πρώτο αυτόν της οικογένειας, που είναι και θεσμός και μηχανισμός αναπαραγωγής του συστήματος των αξιών της κοινωνίας μας.
Όσο για τους μύθους, αυτοί είναι ιδιαίτερα αγαπητοί, αφομοιώνονται εύκολα από τα μέλη της κοινωνίας, στην περίπτωση δε της βίας θέλουν τα θύματα και όχι οι δράστες της να φέρουν την ευθύνη της. Τα θύματα την προκαλούν, αυτά ερεθίζουν τους δράστες, προκαλούν τη συμπεριφορά τους. Στον κοινωνικό χώρο προκαλούν τις σεξουαλικές προτάσεις και στη συνέχεια τις απωθούν. Οι γυναίκες είναι αυτές που ντύνονται προκλητικά, καπνίζουν, πίνουν, κυκλοφορούν τη νύχτα μόνες τους κ.λπ., με αποτέλεσμα να προκαλούν την εναντίον τους βία.
Έρευνες και μελέτες μάς λένε ότι ορισμένες μορφές βίας εκδηλώνονται σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης (π.χ. η οικογενειακή βία και ο βιασμός), ενώ άλλες εμφανίζονται μόνο σε ορισμένες χώρες ή πολιτισμούς, όπως ο ακρωτηριασμός των γεννητικών οργάνων, η επαλήθευση της παρθενίας, το κάψιμο στην πυρά των χηρών. Μας λένε ακόμη αυτές οι έρευνες ότι η βία κατά των γυναικών μπορεί να συνδέεται με τα σεξουαλικά χαρακτηριστικά τους (όπως ο βιασμός ή ο ακρωτηριασμός των γεννητικών οργάνων), με την ύπαρξη μιας συγκεκριμένης σχέσης με έναν άνδρα (βία οικογενειακή, συζυγικός βιασμός) ή με την τιμωρία ή την ταπείνωση της ομάδας στην οποία ανήκει η γυναίκα (βιασμοί σε καιρό πολέμου). Κι ακόμη ότι μπορεί να ασκείται στο πλαίσιο της οικογένειας (ξυλοδαρμός, βία συνδεδεμένη με την προίκα, αιμομειξία, στέρηση τροφής, γεννητικός ακρωτηριασμός), στο πλαίσιο της κοινωνίας (βιασμός, σεξουαλική παρενόχληση, εμπόριο γυναικών, πορνεία, πορνογραφία), καθώς και στο πλαίσιο άσκησης της κρατικής εξουσίας. Τέλος, με την εξέλιξη της τεχνολογίας, αυτή η βία ασκείται και με τη βοήθεια των νέων τεχνολογικών μέσων. Και βέβαια προσβάλλει περισσότερο τις μη προνομιούχες οικονομικά γυναίκες, καθιστώντας τες πιο ευάλωτες στη σεξουαλική παρενόχληση και στην οικονομική εκμετάλλευση.
Η άσκηση σωματικής και ψυχολογικής βίας από άντρες πάνω σε γυναίκες έχει κοινωνικές γενεσιουργές αιτίες, τις σχέσεις εξουσίας ανάμεσα στα φύλα, που αποτελούν δομικό στοιχείο της κοινωνίας (βία δομική) και εκφράζονται πέρα από την άμεση άσκηση βίας σε όλους τους τομείς της κοινωνίας, όπως στην οικονομική και κοινωνική εξάρτηση της γυναίκας από τον άντρα, στη μειονεκτική θέση των γυναικών στον τόπο της δουλειάς, στις χειρότερες ευκαιρίες μόρφωσης για κορίτσια και γυναίκες, στην υπο-εκπροσώπηση των γυναικών σε πολιτικές θέσεις κ.ά.
Η διαπίστωση αυτή αποτυπώνεται και στο Πρόγραμμα Δράσης του Πεκίνου, στην παρ. 118: «Η βία κατά των γυναικών είναι η έκφραση της ιστορικά διαπιστωμένης ανισότητας στις σχέσεις ισχύος μεταξύ ανδρών και γυναικών, που οδήγησε στην κυριαρχία των ανδρών επί των γυναικών και στις διακρίσεις κατά των γυναικών, με αποτέλεσμα την παρεμπόδιση της ανάπτυξης των γυναικών».
Σήμερα μιλάμε πλέον για βία φυλετική, με την έννοια του κοινωνικού φύλου (gender violence). Δράστες της βίας κατά των γυναικών είναι κατά κανόνα οι άνδρες: αυτό είναι το εύρημα όλων των ερευνών των τελευταίων χρόνων. Εύρημα που έδωσε στους μελετητές τη δυνατότητα να εμβαθύνουν στις αιτίες και τους μηχανισμούς αυτής της βίας και να καταλήξουν στη διαπίστωση ότι το πρόβλημα είναι κοινωνικό και πολιτισμικό και όχι μιας ομάδας, αυτής των δήθεν εκτρεπομένων ανδρών.
Ανάλογα με το χώρο εκδήλωσής της, διακρίνουμε μορφές βίας που ασκείται στο πλαίσιο της οικογένειας, βίας που εκδηλώνεται στους χώρους δουλειάς ή στον κοινωνικό χώρο, έχομε τη βία σε περιόδους πολέμου και εν γένει στις πολεμικές συρράξεις, την εικονική βία, κυρίως πορνογραφία, το εμπόριο γυναικών και την πορνεία (οικονομική εκμετάλλευση της γυναικείας σεξουαλικότητας), καθώς και τις διαβαθμίσεις όλων αυτών των μορφών που ξεκινούν από το απλό άγγιγμα ή το λεκτικό πείραγμα και φθάνουν μέχρι το φόνο και το βιασμό.
Είναι γνωστό ότι οι πολέμιοι της φεμινιστικής οπτικής κριτικάρουν την αποδοχή ή ανοχή της βίας εκ μέρους των θυμάτων της. Ωστόσο οι έρευνες έχουν απαντήσει και σ’ αυτή την κριτική. Φτώχεια, ανασφάλεια, αλλά και κοινωνική συνείδηση που δημιουργείται με τους μύθους και τις «πολιτιστικές» επιταγές είναι οι βασικές αιτίες της αποδοχής της βίας εκ μέρους των γυναικών.
Στο Ενημερωτικό Δελτίο του ΟΗΕ, που εκδόθηκε μετά την Ειδική Σύνοδο της Γ.Σ. του η οποία έγινε στη Νέα Υόρκη το πρώτο 5ήμερο του Ιουνίου 2000 με θέμα «Γυναίκες 2000: Ισότητα των Φύλων, Ανάπτυξη και Ειρήνη για τον 21ο Αιώνα» επισημαίνεται ότι «η πλειοψηφία των 2 δισεκατομμυρίων ανθρώπων που επιβιώνουν με 1 δολάριο ή κάτι λιγότερο την ημέρα, είναι γυναίκες και ότι παγκοσμίως οι γυναίκες κερδίζουν λίγο περισσότερο από το 50% των χρημάτων που κερδίζουν οι άνδρες». Επίσης ότι «παγιδευμένες οι γυναίκες στο φαύλο κύκλο της φτώχειας, δεν έχουν δυνατότητα πρόσβασης σε κανενός τύπου υπηρεσίες και πόρους προκειμένου να αλλάξουν την κατάστασή τους».
Αν στα πιο πάνω προσθέσουμε και την αντίληψη, που υιοθετεί το σύνολο της κοινωνίας –και όχι μόνο ο ανδρικός πληθυσμός της– σύμφωνα με την οποία οι γυναίκες είναι αυτές που πρέπει να θυσιαστούν προκειμένου να επιβιώσει και να διατηρηθεί η οικογένεια (πολιτιστική επιταγή), θα έχουμε ολοκληρωμένο το υπόβαθρο του προβλήματος.
Το πρόβλημα οξύνεται με την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, στις συνέπειες της οποίας εντάσσεται και η εντατικοποίηση της διακίνησης των γυναικών με σκοπό τη σεξουαλική τους εκμετάλλευση. Σύμφωνα με τη Διεθνή Οργάνωση για τους Μετανάστες (ΙΟΜ), υπολογίζεται ότι η εμπορία γυναικών για λόγους σεξουαλικής εκμετάλλευσης αποφέρει κέρδη 8 δισεκατομμυρίων δολαρίων το χρόνο. Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι η εμπορία γυναικών είναι μορφή βίας και ότι η βία κατά των γυναικών αποτελεί την πλέον επαίσχυντη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το άνοιγμα του τομέα του τουρισμού σε πολλές χώρες –ιδίως του νότου– πληρώνεται με την αύξηση της πορνείας και του εμπορίου των «καινούργιων» σκλάβων, κατά κύριο λόγο γυναικών και παιδιών. Η έκθεση του ΟΗΕ για την κατάσταση του πληθυσμού στο 2000 προσδιορίζει ότι κάθε χρόνο δύο εκατομμύρια κορίτσια 5 έως 15 χρόνων μπαίνουν στην αγορά του σεξ. Μερικά από τα θύματα αυτής της εμπορίας συμμετέχουν «οικειοθελώς» σ’ αυτήν, επειδή οι έμποροι τους υπόσχονται υψηλά εισοδήματα και τη δυνατότητα απόδρασης από τη φτώχεια. Τα περισσότερα όμως εξαναγκάζονται να εκπορνευθούν με τη βία. Ανεξάρτητα ωστόσο από τη συναίνεσή τους, οι γυναίκες/αντικείμενα της εμπορίας είναι θύματα βίας. Πρόκειται για μορφή οργανωμένου εγκλήματος, για ταχύτατα αυξανόμενη απειλή σε παγκόσμια κλίμακα.
Μία άλλη μορφή βίας που επίσης εντείνεται εξαιτίας της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας είναι η σεξουαλική παρενόχληση (αδόκιμος όρος που χαρακτηρίζει τη βία στο χώρο της δουλειάς). Τροφοδοτείται από την ανεργία, μια ακόμη συνέπεια της παγκοσμιοποίησης, ενώ συγχρόνως την τροφοδοτεί (στατιστικά η γυναικεία ανεργία είναι υψηλότερη από την ανδρική κατά 4% έως 5%).
Να σημειώσουμε ότι ούτε η ενδοοικογενειακή βία είναι στο απυρόβλητο των συνεπειών της παγκοσμιοποίησης. Γιατί η βία ξεκινάει από την οικογένεια, τον πρώτο χώρο επιβολής της, προχωράει στους άλλους χώρους και επιστρέφει πάλι στην οικογένεια, ανακυκλούμενη και ενισχυόμενη από τους ήδη αναφερθέντες παράγοντες (φτώχεια, ανασφάλεια κ.λπ.).
Σχετικά με τις ένοπλες συγκρούσεις, κατά τη διάρκεια των οποίων αναπαράγεται σε όλες της τις διαστάσεις η βία κατά των γυναικών με μεγαλύτερη ένταση και τραχύτητα, το προαναφερθέν Ενημερωτικό Δελτίο του ΟΗΕ μάς πληροφορεί: «Έχει υπολογιστεί ότι, στις μέρες μας, περίπου το 90% των θυμάτων πολέμου είναι άμαχος πληθυσμός, η πλειοψηφία των οποίων είναι γυναίκες και παιδιά, σε αντίθεση με τον προηγούμενο αιώνα που οι στρατιώτες ήταν το 90% αυτών που έχασαν τη ζωή τους στον πόλεμο. Όσο για τις γυναίκες και τα κορίτσια, αυτές υφίστανται τις βαρύτερες συνέπειες, εξαιτίας του φύλου τους και της θέσης τους στην κοινωνία. Οι γυναίκες βιάζονται συστηματικά, γίνονται αντικείμενα σεξουαλικής δουλείας και εξαναγκαστικής εγκυμοσύνης ή στείρωσης, ανάλογα με τις περιστάσεις».
Προσπάθησα να παρουσιάσω με τη μεγαλύτερη δυνατή συντομία το πρόβλημα της βίας κατά των γυναικών, ένα πρόβλημα / μάστιγα της κοινωνίας, μόνο αγγίζοντας τις αιτίες, τις μορφές και τις διαστάσεις του φαινομένου. Για τις ιδιαιτερότητες της κάθε μορφής, καθώς και για τις συνέπειές της, θα σας μιλήσουν άλλοι διεξοδικότερα.
Δεν θα ήθελα ωστόσο να τελειώσω χωρίς να αναφερθώ έστω και επιγραμματικά στην αντιμετώπιση του φαινομένου. Δεν τολμώ να επαναλάβω τη λέξη «πρόβλημα», γιατί τότε αντί για τον όρο «αντιμετώπιση» θα έπρεπε να χρησιμοποιήσω τον όρο «λύση». Όμως η συζήτηση για τη λύση του προβλήματος απαιτεί πολύ χρόνο, που οπωσδήποτε δεν τον διαθέτουμε αυτή τη στιγμή.
Ως προς την αντιμετώπιση λοιπόν του φαινομένου, μεταξύ των όσων συμβάλλουν στην αναποτελεσματικότητα αυτής της αντιμετώπισης αναφέρεται η έλλειψη κατανόησης των αιτιών που προκαλούν τη βία κατά των γυναικών και η ανεπάρκεια πληροφοριών σχετικών με τις διαφορετικές μορφές της, καθώς και το γεγονός ότι οι στρατηγικές πρόληψής της είναι αποσπασματικές και ανεπαρκείς.
Διαπιστώνεται ότι και εκεί που το νομικό οπλοστάσιο είναι ενισχυμένο οι γυναίκες δεν έχουν επαρκή πρόσβαση στο νόμο, λόγω έλλειψης νομικής παιδείας και πόρων, έλλειψης ευαισθησίας από πλευράς των οργάνων επιβολής του νόμου και λόγω της εμμονής στις παραδοσιακές και στερεότυπες νοοτροπίες.
Δυστυχώς η χώρα μας δεν διαθέτει νομικό οπλοστάσιο. Στον ελληνικό Ποινικό Κώδικα δεν υπάρχει καν ο όρος «βία κατά των γυναικών», η απουσία δε αυτού του όρου δημιουργεί προβλήματα, τα οποία μάλιστα γίνονται ιδιαίτερα αισθητά στις περιπτώσεις της συζυγικής και της οικογενειακής βίας. Επειδή πολύ συχνά ακούγεται ο ισχυρισμός ότι είναι δυνατή η πάταξη του φαινομένου με τις υπάρχουσες ποινικές διατάξεις, θεωρώ αναγκαίο να αναφερθώ σε κάποια από τα προβλήματα που δημιουργεί η απουσία της συγκεκριμένης νομοθετικής ρύθμισης.
• Δεν διώκεται ποινικά ο δράστης της ψυχολογικής βίας και των ψυχικών τραυμάτων που δημιουργούνται από τη λεκτική βία ή από άλλες παρενοχλήσεις, επειδή κατά κανόνα λαμβάνεται υπόψη μόνο η σωματική βία που προσβάλλει τη ζωή ή τη σωματική ακεραιότητα του ατόμου.
• Η οικογενειακή βία δεν ανήκει στις καταστάσεις που δίνουν δικαίωμα στην παρέμβαση της Δικαιοσύνης.
• Η απουσία του όρου «βία κατά των γυναικών» ή «κακοποίηση γυναικών» και άλλων συναφών όρων έχει δυσμενείς συνέπειες και στον τομέα της παροχής προστασίας εκ μέρους της αστυνομίας. Μη υπάρχοντος νομικού πλαισίου δεν είναι δυνατή ούτε η αστυνομική επέμβαση.
Νομίζω ότι και με αυτά τα λίγα που αναφέρθηκαν έγινε κατανοητό ότι για την αντιμετώπιση του φαινομένου της ανδρικής βίας κατά των γυναικών απαιτείται η συνδρομή πολλών παραγόντων, ένας εκ των οποίων είναι η δημιουργία του κατάλληλου νομικού οπλοστασίου. Και βέβαια έπεται η δημιουργία της κατάλληλης υποδομής, η ίδρυση μονάδων παροχής πρόσφορων υπηρεσιών, η επιμόρφωση επαγγελματιών και η στελέχωση των μονάδων, και πρωταρχικά η συνεργασία με τις αρμόδιες μη κυβερνητικές οργανώσεις των γυναικών.
Ωστόσο, ρόλο καταλυτικό έχει η ίδια η κοινωνία, που πρέπει να ευαισθητοποιηθεί, ώστε να πάψει να ανέχεται την άσκηση της βίας εναντίον των γυναικών και βέβαια να λειτουργήσει εναντίον των δραστών, όπως και εναντίον του σεξισμού και της περιφρόνησης των γυναικών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου