Ας συζητήσομε για την πόλη που θέλομε να έχομε
Το Ηράκλειο άλλαξε, αλλά, άραγε, έγινε πιο όμορφο και η διαβίωσή μας πιο ανθρώπινη;
-Δεν μʼ αρέσει η πόλη μου, γιατί δεν έχει πράσινο, είναι γεμάτη σκουπίδια, έχει πολύ τσιμέντο και συνεχώς μπλοκαρισμένους δρόμους.
-Δεν μʼ αρέσει που τα εμπορεία, κατά τη ρήση του μακαρίτη Κωστή Φραγκούλη,είναι στην πρώτη προτεραιότητα.
-Δεν μʼ αρέσει γιατί συγκεκριμένες συνομοταξίες του ίδιου κύκλου ανθρώπων στριμώχνονται γύρω από τη Λότζια για να ανελιχθούν επαγγελματικά ή πολιτικά
- Δεν μ΄αρέσει που όλα έγιναν είδος αντιπαροχής
-Δεν μʼ αρέσει που έχει τον πολιτισμό και την ιστορία της σε δεύτερη και τρίτη μοίρα, αντί να υπερηφανεύεται γι αυτά.
-Δεν μʼ αρέσει που στον πολιτισμό κάνουν κουμάντο άνθρωποι που ξεχωρίζουν για το τραγούδι τους τη νύκτα ή αμπελοφιλοσοφούν στις καφετέριες των Λιονταριών
Ακούω, συχνά, τους εκπροσώπους της δημοτικής αρχής να μας λένε ότι η πόλη του Ηρακλείου άλλαξε. Ότι πλέον έχει μια άλλη εικόνα.
Όντως, άλλαξε. Ομόρφυνε, όμως; Βελτιώθηκε η ζωή των κατοίκων; Έγινε πιο ανθρώπινη η διαβίωση και η επιβίωσή μας; Αντιμετωπίστηκε το κυκλοφοριακό πρόβλημα; Έχομε περισσότερο πράσινο; Έχομε περισσότερους ελεύθερους χώρους; Κάναμε πλατείες; Γιατί έχομε σε δεύτερη μοίρα την ιστορία και τον πολιτισμό μας;
Σʼ αυτά τα ερωτήματα μπορούν να προστεθούν πλείστα άλλα. Γιατί προσπερνάμε αδιάφορα το γείτονα που ψάχνει τα σκουπίδια μπας και βρει κάτι μισοφορεμένο;
Φυσικά και δεν αμφισβητώ ότι στην πόλη έγινε έργο τα τελευταία χρόνια. Το ερώτημα, όμως, είναι αν αυτό το έργο μάς αποδίδει μια πόλη όπως τη θέλομε και την ονειρευόμαστε, μια πόλη στην οποία χαιρόμαστε να ζούμε, μια πόλη στην οποία η ζωή και η εργασία μας γίνεται πιο ανθρώπινη, πιο ευχάριστη. Μια πόλη η οποία αναδεικνύει το ιστορικό παρελθόν και την πνευματική της κληρονομιά.
Φυσικά έγιναν διανοίξεις, ασφαλτοστρώθηκαν και πλακοστρώθηκαν δρόμοι.
Φυσικά έφυγε η ντροπή και η ενοχή του Καράβολα. Η ντροπή και η ενοχή επειδή μέχρι τις αρχές του 21ου αιώνα επέτρεπε η πόλη δεκάδες συνάνθρωποί μας να ζουν μέσα σε απάνθρωπες συνθήκες.
Φυσικά κι ο δήμαρχος Γιάννης Κουράκης δουλεύει πολύ, αλλά ίσως δουλεύει παραπάνω για λάθος στόχο. Και κυρίως αφήνει ανεξέλεγκτες διάφορες ομάδες να δρουν και ενδεχομένως να εργάζονται για τον κύκλο τους.
Κι εδώ τίθενται, εκ των πραγμάτων, πολλά άλλα ερωτήματα:
-Γιατί, άραγε, η παραλιακή λεωφόρος θα πρέπει να είναι το πάρκινγκ των νυχτερινών μαγαζιών, αντί να είναι η πρόσβασή μας στη θάλασσα;
-Γιατί οι όποιοι πεζόδρομοι θα πρέπει να εξυπηρετούν τις καφετέριες και τα μπαρ κι όχι τη μάνα με τα παιδιά, τον παππού με τη γιαγιά που θέλουν να κάνουν τη βόλτα τους; Γιατί, τελικά, δεν γίνονται πραγματικοί πεζόδρομοι, με πράσινο, δύο παγκάκια για να καθίσει κάποιος; Γιατί θα πρέπει, αν θέλει να ξαποστάσει, να μπει στην καφετέρια υποχρεωτικά;
-Εντέλει, γιατί απʼ αυτή τη διαδικασία της οικοδόμησης στην πόλη κέρδισαν ορισμένοι και όχι η πόλη; Γιατί κέρδισαν μόνο ορισμένα εργολαβικά συμφέροντα, που σχετίζονται άμεσα με παράγοντες της δημοτικής αρχής, κι όχι οι γειτονιές; Γιατί για να γίνει σε μια γειτονιά ένας δρόμος ή μια πλατεία – όπου έγιναν- θα έπρεπε να παίρνει τα ιδιωτικά έργα μια συγκεκριμένη συνομοταξία εργολάβων;
- Γιατί έγιναν τα πάντα στην πόλη είδος αντιπαροχής;
-Γιατί επιτράπηκε σε μερικούς παράγοντες να πατήσουν πάνω στα ολυμπιακά έργα για να διακηρύξουν το πόσο ματώνουν και ιδρώνουν για την πόλη, πόσο πολύ εργάζονται, αφού όλοι καταλάβαμε ότι ο μόνος σκοπός τους ήταν να ενισχύσουν την επαγγελματική και πολιτική θέση των ίδιων και της παρέας τους; Και πέτυχαν, εκμεταλλευόμενοι προκλητικά την υπόθεση αυτή, να εμφανίζονται ισχυροί επαγγελματικά και πολιτικά.
Κι ακόμη:
-Γιατί αυτές οι στρατιές συμβούλων, φίλων, κολλητών, σε έμμισθες θέσεις; Πολλοί απʼ αυτούς περνούν μόνο για τον (όχι ευκαταφρόνητο) μισθό τους.
-Φτάσαμε στο σημείο ο καθηγητής μέχρι πρότινος προβεβλημένου δημοτικού παράγοντα και αντιδημάρχου, εκείνος στον οποίο κάνει το διδακτορικό του, να προωθείται σε διάφορες θέσεις. Ή ο εμφανιζόμενος ως «ιδεολογικός καθοδηγητής» άλλου προβεβλημένου, μέχρι πρότινος επίσης, δημοτικού παράγοντα να περνά τη μια μετά την άλλη έμμισθες θέσεις.
-Γιατί ο υπεύθυνος επί των πολιτιστικών (σύμβουλος) του δημάρχου θα πρέπει να είναι ένας τραγουδιστής και σύμβουλος σε επιχείρηση; Για να διοχετεύει το πολιτιστικό προϊόν των δημοτικών φεστιβάλ στην επιχείρηση που συνεργάζεται και αυτή να το αξιοποιεί;
-Γιατί τόσα χρόνια ασέλγησαν ορισμένοι επί της Βικελαίας Βιβλιοθήκης, της πνευματικής περηφάνιας της πόλης; Γιατί αφέθηκαν διάφοροι αμπελοφιλόσοφοι των καφετεριών της πλατείας των Λιονταριών να διαφεντεύουν τον τομέα αυτό;
-Ακόμη και το σπουδαίο βραβείο «Καζαντζάκη» μπήκε σε διαδικασία σκοπιμοτήτων, κάποια στιγμή.
-Γιατί φτάσαμε στο σημείο να συζητούμε την ακύρωση κι αυτού του λίγου πράσινου για να κάνομε ένα – φυσικά αναγκαίο- υπόγειο πάρκιγκ. Λες και υπάρχει δίλημμα, λύση ενός προβλήματος ή πράσινο. Και περισσότερο πράσινο χρειαζόμαστε και λύση του προβλήματος στάθμευσης. Όχι όμως λύση στα πάρκιγκ πάνω στα Τείχη, εκεί όπου κάποτε οι υπερασπιστές του Χάνδακα πέθαιναν για να κρατήσουν την πόλη από τις επιθέσεις των Τούρκων… Αυτά τα σημεία θα έπρεπε να είναι η ιστορική μας αναφορά.
Σʼ όλα αυτά βέβαια που εντοπίζομε χρειάζεται η συνέργεια (και η συνενοχή) όλων μας. Γιατί εμείς δεν ενδιαφερόμαστε αν έχει πράσινο η πόλη, αν υποβαθμίζεται η ιστορία και ο πολιτισμός της, αν γεμίζει μπετόν και άσφαλτο κακής ποιότητας. Γιατί εμείς πετάμε τα σκουπίδια και άλλοι δεν τα μαζεύουν, γιατί εμείς συμβάλλομε στο να μπλοκάρουν οι δρόμοι. Γιατί εμείς παρακολουθούμε ως αδιάφοροι θεατές όσα γίνονται. Με τον ίδιο αδιάφορο τρόπο που προσπερνούμε το γείτονα ο οποίος ψάχνει στα σκουπίδια μήπως βρει κανένα χτυπημένο φρούτο ή ένα μπαλωμένο σακάκι. Γιατί κι αυτό είναι ένα στοιχείο αυτής της νέας πόλης, της νέας κοινωνικής πραγματικότητας.
Ας συνειδητοποιήσομε ότι η πόλη του Ηρακλείου δεν αποτελείται μόνο από άσφαλτο (κακής ποιότητας, που προκαλεί κακοτεχνίες) και τσιμέντο (που το εκμεταλλεύονται ορισμένοι). Αποτελείται κυρίως από ανθρώπους.
Κι υπάρχουν άνθρωποι με ανάγκες, αγωνίες, αναζητήσεις. Που δεν θέλουν να είναι θεατές σʼ όσα συμβαίνουν γύρω μας. Γιατί αυτά αφορούν σʼ εμάς και στο μέλλον της επόμενης γενιάς. Κι αν σʼ αυτή παραδώσομε έναν δρόμο παραπάνω, κανείς δεν θα μας μακαρίσει. Αν όμως της παραδώσομε μια πόλη με μπετόν, γεμάτη αυτοκίνητα, χωρίς πράσινο, με εξαφανισμένη ιστορία και πολιτισμό, θα μας γράψει στις μελανές σελίδες της ιστορίας.
----------------------------------------------
Χαίρομαι όταν διαβάζω ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ στον τοπικό τύπο τέτοια άρθρα προβληματισμού. Ίσως κάτι ν’ αλλάζει σιγά σιγά… Όμως είναι πολύ αργά για να προβάλλετε κύριοι της Πατρίδας τα “στραβα” του Κουράκη, όταν 8 χρόνια τώρα εκθειάζετε το έργο του … Ίσως μέχρι τις επόμενες εκλογές να έχει γίνει κάτι, αν δε σας τρομάξει το ποσοστό που θα πάρει στις 7 του Νοέμβρη…
Εξαιρετικό κείμενο. Εύγε στον κο Ανδρικάκη!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή