Ήταν ένα μεγάλο, κοκκάλινο κουμπί. Μεγέθους παλαιού ταλήρου. Χρώματος μπορντώ.. Με στεφάνη υπερυψωμένη, λευκή. Είχε και τέσσερεις μεγάλες κουμπότρυπες στο κέντρο, πάλι με λευκές στεφάνες. Κάτι μου θύμιζε. Ήταν σαν τα κουμπιά που είχε ένα παλτουδάκι που φορούσα μικρή, ένα καρώ, απαίσιο στυλ, μα έτσι ήταν η μόδα τότε και λόγος δεν μου έπεφτε.
Το είδα πεσμένο χάμω, ήδη η σκόνη από τα βήματα των περαστικών το μισόκρυβε. Έσκυψα να το μαζέψω κι ύστερα κοίταξα γύρω. Ήταν το προαύλιο μιας εκκλησίας στον Νότο. Και το κουμπί ανήκε σε ένα παιδί, το ήξερα.
Πώς το ήξερα; Τον είχα γνωρίσει παλιά. Πόσο παλιά; Μάλλον όταν ήμουν κι εγώ παιδί. Ο Τομ ήταν παλιόπαιδο, όλοι το ξέραμε. Μελαχροινός, αδύνατος, κορμί όλο νεύρο, ξυπόλυτος, με το μυαλό όλο στις διαολιές. Φορούσε μια φόρμα με τιράντες, κι αυτό ήταν το κουμπί που συγκρατούσε την μία. Έπρεπε να του το δώσω. Σήμερα ήταν Κυριακή κι ήμασταν στην εκκλησία. Θα φορούσε ακόμα και παπούτσια που θα τον στένευαν. Θα τον είχε βάλει η θεία του με το ζόρι στο λουτρό και θα ήταν πλυμένος και χτενισμένος. Θα φορούσε τα καλά του. Αλλά χωρίς το κουμπί θα γινόταν ρεζίλι.
Εξάλλου θα ήταν και μια ευκαιρία να τον γνωρίσω από κοντά, να του μιλήσω. Γιατί παρόλο που ήμασταν στο ίδιο σχολείο, δεν είχαμε παρτίδες. Μάλιστα είμαι σίγουρη ότι εκείνος εμένα δεν με ήξερε, έτσι ήσυχη κι ασήμαντη που ήμουν.
Αλλά προχωρώντας μέσα στην εκκλησία αισθάνθηκα ξαφνικά άβολα. Πρώτον, δεν ήμουν πια παιδί, αλλά πολύ, πολύ μεγάλη. Ίσως μεγαλύτερη κι από την θεία του Τομ.
Θα με αναγνώριζε; Σίγουρα όχι. Θα με έβλεπε; Καλή ερώτηση.
Εγώ τον είδα και τον αναγνώρισα αμέσως. Εκεί ήταν, στο στασίδι με την χρυσόμυγα, και τα μάτια του γυάλιζαν ήδη από επιθυμία να την τσακώσει, τα μέλη του ήταν τεντωμένα σε ετοιμότητα, αλλά δεν τολμούσε ούτε κι αυτός να ταράξει την ησυχία του εκκλησιάσματος με ένα ξαφνικό μπαμ. Ήθελα να του γνέψω σαν τρελλή, να του δείξω το κουμπί, να του κάνω ολόκληρη παντομίμα. Σεμνύνθηκα όμως κι εγώ, κι είπα να περιμένω το τέλος της λειτουργίας.
Άρχισα να χαζεύω με ήπιο ενδιαφέρον γύρω-γύρω, τα χτενίσματα των κυριών με τα στυλιζαρισμένα μπουκλάκια, τα καπελάκια τους, τα ομπρελίνα τους και τους κυρίους με τις φαβορίτες και τις ρεντιγκότες. Εκείνοι όμως δεν με κοίταζαν, παρόλο που θα ήμουν λουκουμάκι για το κουτσομπολιό τους. Δεν είχα καν ομπρελίνο. Ένα παλιοκουμπί είχα που το κρατούσα πώς και πώς.
Αλήθεια, πού ήταν ο Τομ;
Ο Τομ έφευγε. Πέρασε από δίπλα μου σαν να μην με είδε. Έσπευσα να τον προλάβω. Αδύνατον. Φώναξα. Προς στιγμήν αναθάρρησα, νόμιζα πως με άκουσε. Αλλά εκείνος συνέχιζε να φεύγει. Τον πήρα στο κατόπι όσο πιο γρήγορα μου επέτρεπαν τα γέρικα γόνατά μου. Ευτυχώς είδε έναν φίλο του στην γωνία, κοντοστάθηκε να του μιλήσει κι έτσι τον πρόλαβα. Κάτι του έδειχνε κι ο φίλος κοιτούσε με έντονο ενδιαφέρον. Κάποια συναλλαγή θα έκανε πάλι.
Και πράγματι, βλέπω τον φίλο να του δίνει, προφανώς κατόπιν σκληρών διαπραγματεύσεων, έναν χρωματιστό βόλο και τον Τομ όλο επισημότητα να του τείνει το κλειστό του χέρι. Ξαφνικά από το χέρι ξεφεύγει κάτι χρυσό κι έρχεται σαν βολίδα καταπάνω μου ζουζουνίζοντας. Πριν προλάβω καν να ξεφωνίσω από την τρομάρα, βλέπω να ορμάνε αλαλάζοντας και οι δυο προς τα μένα. Κι ωστόσο με προσπέρασαν κι ούτε που με πρόσεξαν. Έμεινα να κοιτάζω τα χέρια μου. Εγώ μπορούσα να τα δω. Οι άλλοι;
Μπορούσα να δω και το κουμπί, έτσι στρογγυλό και λίγο πανηγυριώτικο στο χέρι μου. Αχ ναι, το κουμπί, έπρεπε να το δώσω στον Τομ! Στον Τομ, που φορούσε πάλι τα ήδη σκονισμένα καθημερινά του κι ήταν πάλι ξυπόλυτος και βιαστικός. Κι οι τιράντες; Ο καθένας το ξέρει πως εύκολα κάνεις έναν κόμπο και δένεις μαζί τις δυο τιράντες και τις στερεώνεις στην ζώνη. Σιγά το δύσκολο. Δεν νομίζω να πονοκεφάλιασε ποτέ του ο Τομ για ένα χαμένο κουμπί. Η θεία Πόλυ, ναι.
Αλλά έστω κι έτσι, είχα μια και μοναδική ευκαιρία. Έπρεπε να ακολουθήσω τον Τομ. Τον Τομ που στην τάξη χάζευε και τα μάτια του κοιτούσαν έξω από το παράθυρο, εκεί όπου τον καλούσαν ήδη χίλιες περιπέτειες. Θα μπορούσα να ζήσω μαζί του μία. Θα ανέπνεα τον ίδιο αέρα. Θα σκαρφάλωνα στα ίδια δέντρα. Θα γέμιζα τις τσέπες μου με αμύγδαλα και φιστίκια, αφού πρώτα τρώγαμε του σκασμού.
Αυτός ο Τομ δεν είχε διαβάσει ακόμα κανένα βιβλίο. Η προφορά του και οι τρόποι του ήταν χωριάτικοι. Επίμονα μου έρχονταν εικόνες από μεταγενέστερες εποχές, ο Τομ μεγάλος, πολύ μεγάλος, γέρος. Όχι! Δεν τον ξέρω αυτόν! Θέλω να γνωρίσω το παιδί. Το παιδί με τα γκρίζα μάτια, πριν γίνουν γκρίζα τα μαλλιά του.
Πολύ αργά, πολύ αργά! Ο Τομ στράφηκε κι έφυγε τρέχοντας προς την κοιλάδα. Κοντοστάθηκε μόνο για λίγο έξω από το σπίτι του δικαστή, κοιτάζοντας μήπως ήταν στον κήπο η Μπέκυ, αυτή η καινούργια με τα ξανθά κοτσίδια. Μάλιστα έτοιμος ήταν να πετάξει μια πέτρα στο παράθυρο, αλλά πετάχτηκε πρώτος ο άγριος σκύλος του σπιτιού γαυγίζοντας κι έτσι προτίμησε να το βάλει στα πόδια. Βέβαια για την τιμή των όπλων κι αφού είχε απομακρυνθεί αρκετά από την γραμμή του πυρός, κοντοστάθηκε πάλι κι έκανε στον σκύλο μια προσβλητική χειρονομία. Που προκάλεσε νέο καταιγισμό λυσσασμένων γαυγισμάτων και προκειμένου να ανοίξουν πόρτες και παράθυρα, ο μικρός έστριψε για τα καλά και πήρε τον δρόμο για το ποτάμι.
Σκοτείνιασε πολύ ξαφνικά και κουράστηκα. Τί θα ωφελούσε να ακολουθούσα σαν ατζαμής κατάσκοπος έναν Τομ τόσο γρήγορο στα πόδια; Έναν Τομ που δεν με γνώριζε και δεν με αναγνώριζε; Τί να το κάνει το κουμπί του, εφόσον μπορούσε να πιάνει χρυσόμυγες; Κι όσο για τον μεγάλο Τομ, δεν φορά πια τιράντες. Τα μάτια του εξακολουθούν να είναι γκρίζα, όπως τώρα πια και τα αραιωμένα μαλλιά του. Βλέπουν τοπία που γνώρισε. Ίσως να βλέπει και χρυσόμυγες. Εγώ όμως έχω ήδη ξεθωριάσει στα μάτια του.
Κι όμως ήρθα εδώ. «Θα την κάνω την παληκαριά», σκέφθηκα. «Εξάλλου έχω και το κουμπί του». Και το έσφιξα στην παλάμη μου, που είχε αρχίσει λίγο να ιδρώνει.
Δεν δυσκολεύτηκα να βρω τον Τομ. Όταν δεν είχε παρέα, γινόταν λίγο πιο αργός, πιο νωχελικός. Και πιο ρομαντικός, όπως διαπίστωσα. Ήταν στην ακροποταμιά και κάτι ζωγράφιζε στην άμμο. Πρόλαβα να δω μια καρδιά κι ένα κεφαλαίο ΜΠ με την άκρη του ματιού μου, πριν με πάρει επιτέλους είδηση. Βιαστικά έδωσε μια με το πόδι στην άμμο να σβήσει την καρδιά, ενώ με ρωτούσε ξαφνιασμένος:
«- Ποια είσαι εσύ;»
«- Η Έιμυ Λώρενς», άκουσα τον εαυτό μου να απαντά.
Συνοφρυώθηκε.
«- Την Έιμυ Λώρενς την ξέρω», μου είπε, με σαφή υπαινιγμό για την ψευτιά μου.
Και βέβαια την ήξερε! Όλο το σχολείο ήξερε πως τα είχαν, πριν εμφανιστεί η Μπέκυ.
«- Είμαι η ξαδέρφη της», απάντησα ανάλαφρα. «Σήμερα ήρθα».
«- Και τί θες εδώ;»
Του έτεινα το χέρι.
«- Το κουμπί σου», είπα απλά. Δεν μπορούσα να πω και τίποτε άλλο.
Το πήρε μηχανικά, κι έμεινε να κοιτά μια την ζώνη του, μια το κουμπί. Όντως οι τιράντες ήταν δεμένες και στερεωμένες σε ένα και μοναδικό κουμπί στην ζώνη, μα εκείνο ήταν ξύλινο και καφέ. Καμμιά σχέση με το λουσάτο της δεκαετίας του εβδομήντα, το δικό μου.
«- Δεν είναι δικό μου», είπε το προφανές.
«- Ναι.... Κρίμα», είπα. Για κάποιο λόγο σχεδόν με πιάσανε τα κλάμματα.
Εδώ είναι που θα πρέπει να το παραδεχτούμε το παληκάρι. Οποιοσδήποτε άλλος θα τα έχανε, δεν θα ήξερε τί να κάνει μπροστά σε ένα άγνωστο κορίτσι που δακρύζει χωρίς λόγο. Όχι ο Τομ. Αυτός έπιανε πουλιά στον αέρα.
«-Θα το κρατήσω εις ένδειξιν φιλίας», δήλωσε με στόμφο.
Θα πρέπει να στρογγύλεψαν τα μάτια μου από έκπληξη.
«- Αλήθεια Τομ; Θέλεις να γίνουμε φίλοι;;;», ρώτησα με λαχτάρα.
«- Ναι, φυσικά», απάντησε ιπποτικά. Μάλλον θα πρέπει να έκανε πρόβα για την Μπέκυ. Αλλά εμένα μου είχε φτιάξει την καρδιά.
«- Θα κάνουμε ανταλλαγή», μου είπε με μια ξαφνική έμπνευση. Και κάνει έτσι το χέρι στην τσέπη και βγάζει έναν ωραίο, γυαλιστερό πολύχρωμο βόλο. Αμέσως όμως το ξανασκέφθηκε. Ταχυδακτυλουργικά έβγαλε έναν μικρότερο, καφετή βόλο από μια άλλη τσέπη και τον αντικατέστησε.
«- Ο άλλος είναι ενός φίλου μου», εξήγησε. «Αυτόν εδώ σου τον χαρίζω»
Παραβλέποντας την διάκριση πήρα με συγκίνηση τον βόλο στα χέρια μου. Από τα δάκρυα τώρα πια είχε θολώσει λίγο η εικόνα του. Τα μάτια του ήταν πάντα γκρίζα, όμως η φωνή του βάρυνε.
«- Τι σφίγγεις πάλι στα χέρια σου;»
«- Το κουμπί… τον βόλο… ααα!»
«- Έιμυ; Είσαι καλά;»
«- Ήρθες!», ψέλλισα.
«- Φυσικά και ήρθα, χαζούλα. Τώρα θα έλειπα, που είσαι άρρωστη;»
Η φωνή του είναι θυμωμένη και γκρινιάρικη, ως συνήθως, αλλά ταυτόχρονα κοιτάζει προσεχτικά τα φάρμακα που είναι αραδιασμένα στο κομοδίνο.
«- Αυτό εδώ να μην το ξαναπάρεις», μου λέει αυταρχικά. «Προκαλεί παραισθήσεις».
Κοιτάζει συνοφρυωμένος το θερμόμετρο. Μου ρίχνει άλλη μια ανήσυχη ματιά και φεύγει βιαστικά φωνάζοντας:
«- Πάω να φτιάξω ένα τσάι»
Ψαύω στα τυφλά στο κομοδίνο να βρω ένα χαρτομάντηλο. Στο ψάξιμο απάνω βρίσκω και τα γυαλιά μου. Όπως φυσάω την μύτη μου, κάτι μου φαίνεται να λαμπυρίζει παράταιρα κάτω ακριβώς από την λάμπα. Φοράω τα γυαλιά μου και σκύβω να δω.
«- Ήμαρτον Παναγία μου! Πώς βρέθηκε τούτο εδώ;»
«- Δικό μου είναι. Δεν θυμάσαι; Από εκείνο το παλιό σακάκι» μου λέει ενώ μου φέρνει το τσάι, ξεχνώντας πάλι το πιατάκι. «Πού πήγες και το βρήκες;»
«- Δεν μπορείς να φανταστείς…» μουρμουρίζω
Και παίρνω με ευγνωμοσύνη την ζεστή κούπα στα χέρια μου.
Σ’ εκείνον που άλλαξε ερήμην του τον ρουν της ιστορίας…
*Η Σταυρούλα Αντζουλάκου είναι φίλη του blog από το facebook.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου